Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Νόβγκοροντ το

См. также в других словарях:

  • Νόβγκοροντ — (Novgorod). Πόλη (227.000 κάτ. το 2003) της Ρωσίας και πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (55. 300 τ. χλμ., 698.000 κάτ. το 2003)· Εκτείνεται στο δυτικό τμήμα της Ρωσίας, κοντά στον ποταμό Βολχόφ, σε υψόμετρο 52 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας.… …   Dictionary of Greek

  • Νίζνι Νόβγκοροντ — (Nizhniy Novgorod). Πόλη (1.918.800 κάτ. το 2002) της Ρωσίας πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του ποταμού Βόλγα, στη συμβολή του με τον Ακά, 420 χλμ. Α της Μόσχας. Αποτελεί σημαντικό σιδηροδρομικό και …   Dictionary of Greek

  • Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • Βόλγας — (Volga). Ποταμός (3.688 χλμ.) στην ευρωπαϊκή Ρωσία, που εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα. Είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Ευρώπης, τόσο σε μήκος όσο και στην ευρύτητα της λεκάνης απορροής (1.380.000 τ. χλμ.). Πηγάζει από τα υψώματα του Βαλντάι, κοντά …   Dictionary of Greek

  • Ιγκόρ — (Igor). Όνομα δύο Ρώσων ηγεμόνων. 1. Ι. (Νόβγκοροντ 875; – Ισκορόστ 945). Ηγεμόνας του Κιέβου (941 945). Διαδέχθηκε τον πατέρα του, Ρούρικ, μετά τον θάνατό του· ουσιαστικά όμως κυβέρνησε μετά τον θάνατο του θείου του, Ολέγκ. Βυζαντινοί… …   Dictionary of Greek

  • αμβρόσιος — I (Saint Ambrose, Τρέβιρα 340 – Μιλάνο 397 μ.Χ.). Άγιος και διδάσκαλος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Γιος Ιταλών χριστιανών, σπούδασε στη Ρώμη νομικά, λατινική και ελληνική φιλολογία και διορίστηκε διοικητής της Λιγυρίας Εμιλίας με έδρα το Μιλάνο …   Dictionary of Greek

  • θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …   Dictionary of Greek

  • Αγία Σοφία — I Ο ονομαστός βυζαντινός ναός της Κωνσταντινούπολης. Μετά την άλωση μετατράπηκε σε τζαμί και τώρα είναι μουσείο. Η Α.Σ. είναι ένα από τα λαμπρότερα αρχιτεκτονικά επιτεύγματα του χριστιανισμού και η οικοδόμησή της, σύμφωνα με μια παράδοση,… …   Dictionary of Greek

  • Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… …   Dictionary of Greek

  • Ανδρέας — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Προπάππους του Κλεισθένη από τη Σικυώνα. 2. Τύραννος της Σικυώνας. 3. Αθηναίος άρχοντας. 4. Γιος του ανδριαντοποιού Λύσιππου, ανδριαντοποιός και o ίδιος. 5. Μουσικός από την Κόρινθο. 6. Ιστορικός από την Πάνορμο της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»